πολιορκητήριος

πολιορκητήριος
πολῐορκ-ητήριος, α, ον,
A = πολιορκητικός, μηχαναί Onos.42.3.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πολιορκητήριος — ία, ον, Α πολιορκητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολιορκῶ + κατάλ. τήριος (πρβλ. κινη τήριος)] …   Dictionary of Greek

  • πολιορκητηρίων — πολιορκητήριος fem gen pl πολιορκητήριος masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολιορκητήρια — πολιορκητήριος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”